κροκοΐτης

κροκοΐτης
ο
(ορυκτ.) χρωμικό ορυκτό τού μολύβδου που έχει παρόμοια σύσταση με το κίτρινο τού χρωμίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. crocoite < γερμ. krokoit, άλλος τ. τού krokoisit < γαλλ. crocoise < κροκόεις < κρόκος) + κατάλ. -it. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Α. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”